- θάμ'
- θαμά , θαμάoftenindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θαμ' — θαμά , θαμά often indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντροπαλίζομαι — ἐντροπαλίζομαι (Α) θαμ. τ. τού ἐντρέπω, μόνο στη μτχ. ενεστ. 1. στρέφω συχνά το κεφάλι και βλέπω προς τα πίσω 2. (για πολεμιστή) υποχωρώ στρέφοντας διαρκώς το πρόσωπο προς τον εχθρό … Dictionary of Greek
εποίχομαι — ἐποίχομαι (Α) 1. πηγαίνω προς το μέρος κάποιου («αὐτίκα δὲ μνηστῆρας ἐπῴχετο ἰσόθεος φώς», Ομ. Οδ.) 2. (για θεούς) τιμώ με θυσία, τόν πλησιάζω με προσφορές («ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις», Πίνδ.) 3. επιτίθεμαι, προσβάλλω («ὁ δὲ Κύπριν… … Dictionary of Greek
μοτακίλλα — η ζωολ. η σουσουράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. motacilla < λατ. motacilla «σουσουράδα» < moto, θαμ. ρ. τού moveo «κουνώ»] … Dictionary of Greek
ράμνος — ο / ῥάμνος, η, ΝΜΑ (σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ραμνώδη και περιλαμβάνει 150 περίπου είδη μικρών δέντρων ή θάμνων τών εύκρατων περιοχών τού βόρειου ημισφαιρίου, από τα… … Dictionary of Greek
ρυστάζω — Α (θαμ. τού ῥύομαι [ΙΙ]) σύρω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί, περιφέρω με τη βία. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό παράγωγο < θ. ῥυ τού ἐρύω (Ι) «τραβώ, σύρω», που εμφανίζει δυσερμήνευτο σ (πρβλ. ῥυσ τήρ)] … Dictionary of Greek
στρωφώ — άω, Α (ποιητ. και ιων. τ. ως θαμ. τ. τού ρ. στρέφω) 1. στρέφω συχνά ή στρέφω πολλές φορές, περιστρέφω συνεχώς («στρωφῶ ἠλακάτην» στρέφω διαρκώς το αδράχτι, κλώθω, Ομ. Οδ.) 2. μέσ. στρωφῶμαι, άομαι α) περιστρέφομαι με τέτοιο τρόπο ώστε να έχω το… … Dictionary of Greek
συνεπεύχομαι — ΜΑ 1. προσεύχομαι από κοινού με κάποιον 2. προσεύχομαι επί πλέον («καθάπερ oἱ θεῷ θύοντες ἅμα συμβώμοις και συννάοις κοινῶς συνεπεύχονται», Πλούτ.) αρχ. 1. ισχυρίζομαι καυ χωμένος επί πλέον («πολλάκις αὐταῑν ἐκ τῶν ὡρῶν ἐς τὰς ὥρας ξυνεπευχόμενος … Dictionary of Greek
χρηΐσκομαι — Α ιων. τ. (θαμ. τού χρῄζω) χρειάζομαι κάτι πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρή*, κατά τα ρ. σε ίσκω / ίσκομαι (πρβλ. ῥυ ΐσκομαι)] … Dictionary of Greek